- κλέψαι
- κλέπτωclepereaor imperat mid 2nd sgκλέπτωclepereaor inf actκλέψαῑ , κλέπτωclepereaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
окрадениѥ — ОКРАДЕНИ|Ѥ (11), ˫А с. 1.Кража, обкрадывание: раздѣл˫аѥть же сѧ окрадениѥ на разбоиство же и на гробовъзгрѣбаниѥ. (ἡ κλοπή) КЕ XII, 244а; Татива раба г҃динъ. или бе||с пагѹбы да створить окрадениѥ подъемъшаго. (τὴν κλοπήν) КР 1284, 327б–в; и тако … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
DIRECTARII — dicti qui in alienas aedes dirigebant, furandigratiâ. Glossae, Directarius ὁ εἰς τὰς ἀλλοτρίας ἕνεκεν τȏυ κλέψαι εἰσερχόμενος οἰκίας, quae interpretatio ab Ulpian est, qui l. 9. de Offic. Proc. Directarios ita exposuit. In iisdem Glossis,… … Hofmann J. Lexicon universale
εφεδρεύω — (ΑΜ ἐφεδρεύω) [έφεδρος] παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ. β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. 1. εδρεύω,… … Dictionary of Greek